Το ταψί στο φούρνο, μια Κυριακάτικη συνήθεια που χάθηκε
Οι φούρνοι της γειτονιάς ήταν κάτι ευρέως διαδεδομένο στα παλιότερα χρόνια εφόσον δεν είχε ο καθένας την κουζίνα του. Αυτό δημιουργούσε μια αίσθηση γνωριμίας με τον γείτονα σου επειδή έπρεπε σίγουρα τον δεις. Εφόσον τον έβλεπες του μίλαγες κιόλας δεν υπήρχε κάποιος λόγος να μην γίνει αυτό στο φούρνο της γειτονιάς.
Το ψήσιμο του κυριακάτικου φαγητού στον φούρνο της γειτονιάς ήταν συνήθεια σε όλη την Ελλάδα. Είχε αντίτιμο 2 δραχμές ή και λιγότερο για το γιουβέτσι και μπορούσαν έτσι όλοι να λάβουν μέρος.
Ήταν μια πρακτική που συμβόλιζε ολόκληρη εποχή στην αστική ελληνική ιστορία. Μετά τον εμφύλιο μέχρι και την όψιμη μεταπολίτευση. Οι νοικοκυρές μαζεύονταν στον φούρνο του χωριού και έψηναν ψητό αρνί, χοίρινο, γιουβέτσι μέχρι και μουσακά. Υπήρχε κάτι σαν μενού θα έλεγε κανείς. Το πιο σπάνιο ήταν παραδόξως το ψητό κοτόπουλο.
Συνήθως αυτό το έθιμο λάμβανε μέρος αφότου είχε τελεστεί η κυριακάτικη εκκλησιαστική λειτουργία. Ήταν πραγματικά μια πανέμορφη εικόνα το να βλέπεις την γενναιοδωρία και το αίσθημα της αλληλεγγύης. Πολλά ταψάκια γέμιζαν τον χώρο σκεπασμένα το καθένα με μια πετσέτα συνήθως. Βάζοντας τα μετά στον φούρνο.
Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν το ταψί με το φαγητό και αμέσως μετά την Κυριακάτικη Λειτουργία, οι γειτονιές γέμιζαν με ταψιά σκεπασμένα με πετσέτες που κατευθύνονταν στον φούρνο για το ψήσιμο.
Οι αρτοποιοί στην ουσία διέθεταν τους επαγγελματικούς φούρνους τους, ηλεκτρικούς, χτιστούς ή ξυλόφουρνους, το μέγεθος των οποίων επέτρεπε το ταυτόχρονο ψήσιμο πολλών φαγητών για να καλυφθούν οι ανάγκες όλων των νοικοκυριών.
Μάλιστα, ακόμη και στα τέλη της δεκαετίας του ’90, μολονότι η συνήθεια είχε ήδη ατονήσει σε μεγάλο βαθμό εκδίδονταν ανακοινώσεις στον τοπικό τύπο που ενημέρωναν το κοινό πως την τάδε ημέρα αργίας «οι φούρνοι θα παρέμεναν ανοιχτοί μόνο για το ψήσιμο φαγητού»